- ελαφρυντικός
- -ή, -ό1. αυτός που επιφέρει ελάφρυνση, ανακούφιση2. το ουδ. ως ουσ. λόγος, αιτία που επιβάλλει ή επιτρέπει επιείκεια κατά την κρίση («το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου», «το ελαφρυντικό τής εφηβικής ηλικίας», «καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά»).
Dictionary of Greek. 2013.